εἰκασία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εἰκασία < εἰκάζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εἰκασία θηλυκό
- αναπαράσταση
- εἰσελθὼν μὲν γάρ ποτε πρὸς Παρράσιον τὸν ζωγράφον καὶ διαλεγόμενος αὐτῷ͵ Ἆρα͵ ἔφη͵ ὦ Παρράσιε͵ γραφική ἐστιν εἰκασία τῶν ὁρωμένων; (Ξενοφών, Απομνημονεύματα, 3.10.1.5)
- σύγκριση
- εικασία, υπόθεση
- (στον Πλάτωνα) η κατώτερη βαθμίδα κατανόησης της πραγματικότητας που βασίζεται στις εικόνες, τα είδωλα των πραγματικών όντων
- Ἀρκέσει οὖν͵ ἦν δ΄ ἐγώ͵ ὥσπερ τὸ πρότερον͵ τὴν μὲν πρώτην μοῖραν ἐπιστήμην καλεῖν͵ δευτέραν δὲ διάνοιαν͵ τρίτην δὲ πίστιν καὶ εἰκασίαν τετάρτην· (Πλάτων, Πολιτεία, 534.a.1)