εἰκοσαέτις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ονομαστική | εἰκοσαέτις | εἰκοσαέτιδε | εἰκοσαέτιδες |
Γενική | εἰκοσαέτιδος | εἰκοσαετίδοιν | εἰκοσαετίδων |
Δοτική | εἰκοσαέτιδι | εἰκοσαετίδοιν | εἰκοσαέτισι |
Αιτιατική | εἰκοσαέτιν | εἰκοσαέτιδε | εἰκοσαέτιδας |
Κλητική | εἰκοσαέτι | εἰκοσαέτιδε | εἰκοσαέτιδες |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εἰκοσαέτις < εἰκοσαετής < εἴκοσι + ἔτος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εἰκοσαέτις θηλυκό