εἰκώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐϊκώς

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική εἰκώς εἰκυῖᾰ τὸ εἰκός
      γενική τοῦ εἰκότος τῆς εἰκυίᾱς τοῦ εἰκότος
      δοτική τῷ εἰκότ τῇ εἰκυίᾳ τῷ εἰκότ
    αιτιατική τὸν εἰκότ τὴν εἰκυῖᾰν τὸ εἰκός
     κλητική ! εἰκώς εἰκυῖᾰ εἰκός
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ εἰκότες αἱ εἰκυῖαι τὰ εἰκότ
      γενική τῶν εἰκότων τῶν εἰκυιῶν τῶν εἰκότων
      δοτική τοῖς εἰκόσῐ(ν) ταῖς εἰκυίαις τοῖς εἰκόσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς εἰκότᾰς τὰς εἰκυίᾱς τὰ εἰκότ
     κλητική ! εἰκότες εἰκυῖαι εἰκότ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ εἰκότε τὼ εἰκυίᾱ τὼ εἰκότε
      γεν-δοτ τοῖν εἰκότοιν τοῖν εἰκυίαιν τοῖν εἰκότοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λελυκώς' όπως «λελυκώς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

εἰκώς, εἰκυῖα, εἰκός

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

ουσιαστικοποιημένα:

Πηγές[επεξεργασία]