εἰσοικίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
εἰσοικίζω
- φέρνω κάποιον να κατοικήσει κάπου ή να εγκατασταθεί ως έποικος ή άποικος
- νιώθω σαν στο σπίτι μου
- παίρνω γυναίκα στο σπίτι μου, ίσως και την παντρεύομαι
- επιτρέπω να μπει κάποιος ή κάτι κάπου (π.χ. η ευγένεια, η καλοσύνη ή το κακό)