εἰσπρακτορεῖον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | εἰσπρακτορεῖον | τὰ | εἰσπρακτορεῖα | ||||
γενική | τοῦ | εἰσπρακτορείου | τῶν | εἰσπρακτορείων | ||||
δοτική | τῷ | εἰσπρακτορείῳ | τοῖς | εἰσπρακτορείοις | ||||
αιτιατική | τὸ | εἰσπρακτορεῖον | τὰ | εἰσπρακτορεῖα | ||||
κλητική ὦ! | εἰσπρακτορεῖον | εἰσπρακτορεῖα | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εἰσπρακτορεῖον < εἰσπράκτωρ, εἰσπράκτορ- + -εῖον < → δείτε
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εἰσπρακτορεῖον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) κρατική υπηρεσία, δημόσιο ταμείο για την είσπραξη φόρων ή τελών
- ※ Ἐκ τοῦ Εἰσπρακτορείου Κερκύρας. Τὴν ἡμέραν 27 Μαΐου 1850 (βλ. Εφημερίς Επίσημος του Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων, αρ. 64 ([Εν] Κερκύρᾳ, 12 Αυγούστου 1844), σ. 3)