εἰσπρακτορεῖον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ εἰσπρακτορεῖον τὰ εἰσπρακτορεῖα
      γενική τοῦ εἰσπρακτορείου τῶν εἰσπρακτορείων
      δοτική τῷ εἰσπρακτορεί τοῖς εἰσπρακτορείοις
    αιτιατική τὸ εἰσπρακτορεῖον τὰ εἰσπρακτορεῖα
     κλητική ! εἰσπρακτορεῖον εἰσπρακτορεῖα
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εἰσπρακτορεῖον < εἰσπράκτωρ, εἰσπράκτορ- + -εῖον < → δείτε 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εἰσπρακτορεῖον ουδέτερο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]