εἴδωλον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | εἴδωλον | εἰδώλω | εἴδωλα |
Γενική | εἰδώλου | εἰδώλοιν | εἰδώλων |
Δοτική | εἰδώλῳ | εἰδώλοιν | εἰδώλοις |
Αιτιατική | εἴδωλον | εἰδώλω | εἴδωλα |
Κλητική | εἴδωλον | εἰδώλω | εἴδωλα |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εἴδωλον < οἶδα < "ϝοιδ-" κατά ετεροίωση από το θέμα "ϝειδ-" του ρήματος εἴδω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εἴδωλον ουδέτερο
- φάντασμα
- μη πραγματική εικόνα
- εικόνα, αναπαράσταση, ομοίωμα, ομοιότητα, πιστή εικόνα
- λόγος εἴδωλον ψυχῆς
- ιδέα
- είδωλο στον καθρέφτη, στο νερό
- μη υλική μορφή, άυλη μορφή
- εἴδωλον σκιᾶς
- (μεταγενέστερο) άγαλμα, είδωλο με τη χριστιανική έννοια