εἴδωλον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εἴδωλον < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική εἴδωλον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εἴδωλον ουδέτερο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
με θέμα εἰδωλ-
- εἰδωλογλύφος
- εἰδωλογραφία
- εἰδωλόδεσμος
- εἰδωλόδουλος
- εἰδωλοειδής
- εἰδωλοειδῶς
- εἰδωλατρεύω
- εἰδωλόθεος
- εἰδωλοθυσία
- εἰδωλοθυτέω
- εἰδωλόθυτα (ουδέτερο, πληθυντικός)
- εἰδωλοθύτης
- εἰδωλόθυτος
- εἰδωλοκαμωμένος
- εἰδωλόκνισος
- εἰδωλοκτίστης
- εἰδωλοκτόνος
- εἰδωλολατρεία
- εἰδωλολατρεύω
- εἰδωλολάτρης
- εἰδωλολατρία
- εἰδωλολάτρια
- εἰδωλολατρικός
- εἰδωλολατρικῶς
- εἰδωλολάτριος
- εἰδωλολάτρισσα
- εἰδωλολάτρης
- εἰδωλόλατρος
- εἰδωλομανία
- εἰδωλόπηκτος
- εἰδωλοπλανής
- εἰδωλοπλαστέω
- εἰδωλοποιητικός
- εἰδωλοτυπέω
- εἰδωλούργημα
- εἰδωλουργία
- εἰδωλουργική
- εἰδωλοφανής
- εἰδωλοχαρής
- εἰδωλόχρυσος
- εἰδωλόω
Πηγές[επεξεργασία]
- εἴδωλον - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | εἴδωλον | τὰ | εἴδωλᾰ |
γενική | τοῦ | εἰδώλου | τῶν | εἰδώλων |
δοτική | τῷ | εἰδώλῳ | τοῖς | εἰδώλοις |
αιτιατική | τὸ | εἴδωλον | τὰ | εἴδωλᾰ |
κλητική ὦ! | εἴδωλον | εἴδωλᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εἰδώλω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | εἰδώλοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εἴδωλον ουδέτερο
- φάντασμα
- μη πραγματική εικόνα
- εικόνα, αναπαράσταση, ομοίωμα, ομοιότητα, πιστή εικόνα
- ↪ λόγος εἴδωλον ψυχῆς
- ιδέα
- είδωλο στον καθρέφτη, στο νερό
- μη υλική μορφή, άυλη μορφή
- ↪ εἴδωλον σκιᾶς
- (ελληνιστική σημασία) άγαλμα, είδωλο με τη χριστιανική έννοια
[επεξεργασία]
παράγωγα & σύνθετα με θέμα εἰδωλ-
- ἀκτινείδωλον
- ἀνειδωλόπληκτος
- ἀνειδωλοποιέω
- ἀνειδωλοποίησις
- εἰδωλεῖον
- εἰδωλικός
- εἰδωλοθυσία
- εἰδωλόθυτος
- εἰδωλολατρεία
- εἰδωλολάτρης
- εἰδωλολατρία
- εἰδωλομανέω
- εἰδωλομανής
- εἰδωλομανία
- εἰδωλόμορφος
- εἰδωλοπλαστέω
- εἰδωλόπλαστος
- εἰδωλοποιέω
- εἰδωλοποίησις
- εἰδωλοποιητής
- εἰδωλοποιητικός
- εἰδωλοποιία
- εἰδωλοποιικός
- εἰδωλοποιός
- εἰδωλουργικός
- εἰδωλοφανής
- εἰδωλοχαρής
- κατείδωλος
- προειδωλοποιέω
[επεξεργασία]
- για θέμα εἰδ- → δείτε τη λέξη εἶδος
- για θέμα ἰδ- → δείτε τη λέξη ἰδέα
- για θέμα οἰδ- → δείτε τη λέξη οἶδα
Πηγές[επεξεργασία]
- εἴδωλον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εἴδωλον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *weyd- (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *weyd- (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική σημασία για αρχαίες λέξεις
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)