εἴπωσιν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

εἴπωσιν

  • γ΄ πρόσωπο πληθυντικού υποτακτικής ενεργητικού αορίστου του ρήματος λέγω (ομιλώ)
  • γ΄ πρόσωπο πληθυντικού υποτακτικής ενεργητικού αορίστου του ρήματος ἀγορεύω