εἴσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εἴσω < λείπει η ετυμολογία

Επίρρημα[επεξεργασία]

εἴσω αντί για εἰς, ἐς, χρησιμοποιείται από τους επικούς, τραγικούς, λυρικούς ποιητές όταν απαιτείται από το μέτρο, το ἔσω επικράτησε στην ιωνική διάλεκτο και την παλαιά αττική πρόζα, ενώ στην κωμωδία και την υπόλοιπη πρόζα χρησιμοποιείται πάντα το εἴσω

  1. (με ρήματα, που δηλώνουν κίνηση) προς τα μέσα, μέσα σε
  2. (με ρήματα, που δηλώνουν στάση) μέσα, στο εσωτερικό
  3. (για χρόνο) μέσα σε χρονικό διάστημα

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

εἴσω

Πηγές[επεξεργασία]