εὐαής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ εὐαής τὸ εὐαές οἱ, αἱ εὐαεῖς τὰ εὐα
Γενική τοῦ, τῆς εὐαοῦς τοῦ εὐαοῦς τῶν εὐαῶν τῶν εὐαῶν
Δοτική τῷ, τῇ εὐαεῖ τῷ εὐαεῖ τοῖς, ταῖς εὐαέσι(ν) τοῖς εὐαέσι(ν)
Αιτιατική τὸν, τὴν εὐα τὸ εὐαές τοὺς, τὰς εὐαεῖς τὰ εὐα
Κλητική εὐαές εὐαές εὐαεῖς εὐα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική εὐαεῖ
Γενική-Δοτική εὐαοῖν

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εὐαής < εὖ + ἄημι

Επίθετο[επεξεργασία]

εὐαής, -ής, -ές

  1. ευάερος
    δμωσὶ δ᾽ ἐποτρύνειν Δημήτερος ἱερὸν ἀκτὴν / δινέμεν, εὖτ᾽ ἂν πρῶτα φανῇ σθένος Ὠρίωνος, / χώρῳ ἐν εὐαέι καὶ ἐυτροχάλῳ ἐν ἀλωῇ· (Ησίοδος, Έργα και Ημέραι, 597-599)
  2. δροσερός
  3. ευνοϊκός
    Ὕπν᾽ ὀδύνας ἀδαής, Ὕπνε δ᾽ ἀλγέων, / εὐαὲς ἡμῖν ἔλθοις, / εὐαίων εὐαίων, ὦναξ (Σοφοκλής, Φιλοκτήτης, 827-829)
  4. (για άνεμο): ευνοϊκός, ούριος
    • κατὰ ταῦτα δὲ τὰ ἔπεα καὶ τόδε τὸ χωρίον οὐκ ἥκιστα ἀλλὰ μάλιστα δηλοῖ ὅτι οὐκ Ὁμήρου τὰ Κύπρια ἔπεα ἐστὶ ἀλλ᾽ ἄλλου τινός. ἐν μὲν γὰρ τοῖσι Κυπρίοισι εἴρηται ὡς τριταῖος ἐκ Σπάρτης Ἀλέξανδρος ἀπίκετο ἐς τὸ Ἴλιον ἄγων Ἑλένην, εὐαέι τε πνεύματι χρησάμενος καὶ θαλάσσῃ λείῃ: ἐν δὲ Ἰλιάδι λέγει ὡς ἐπλάζετο ἄγων αὐτήν. (Ηρόδοτος, Ιστορίαι, 2, 117)
    • οἳ ναίετ᾽ οὐράνιοι, / σωτῆρες τᾶς Ἑλένας, / γλαυκὸν ἔπιτ᾽ οἶδμα κυανόχροά τε κυμάτων / ῥόθια πολιὰ θαλάσσας, / ναύταις εὐαεῖς ἀνέμων / πέμποντες Διόθεν πνοάς. (Ευριπίδης, Ελένη, 1499-1505)
    • κεῖθεν δ', εἰ Φοίβωι μεμελήμεθα πάντες ἀοιδοί, / πλεύσομαι εὐαεῖ θαρσαλέως ζεφύρωι. (Αντίφιλος ο Βυζάντιος, Παλατινή Ανθολογία, Χ 17)
     αντώνυμα:: δυσαής
  5. ευδαίμων, ευτυχής