εὐαγγέλιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εὐαγγέλιον < εὐάγγελος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εὐαγγέλιον
- αμοιβή που δινόταν όταν κάποιος, αγελιοφόρος ή μη, έφερνε καλά, ευχάριστα νέα, χαρμόσυνες ειδήσεις
- στον πληθυντικό (τά εὐαγγέλια) ήταν ευχαριστήριες θυσίες
- (μεταγενέστερα) το χριστιανικό ευαγγέλιο της σωτηρίας
Συγγενικά
[επεξεργασία]- εὐάγγελος
- (μεταγενέστερα)
- εὐαγγελιστής και ευαγγελιστής
- εὐαγγελίζομαι