εὐκαιρέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εὐκαιρέω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

εὐκαιρέω (συνηρημένo εὐκαιρῶ)

  1. είμαι κενός, ελεύθερος, αδειάζω
  2. (+ τινι ή + εἲς τί) αφιερώνω τον καιρό μου (σε κάτι)