εὐλίμενος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ εὐλίμενος τὸ εὐλίμενον οἱ, αἱ εὐλίμενοι τὰ εὐλίμενα
Γενική τοῦ, τῆς εὐλιμένου τοῦ εὐλιμένου τῶν εὐλιμένων τῶν εὐλιμένων
Δοτική τῷ, τῇ εὐλιμένῳ τῷ εὐλιμένῳ τοῖς, ταῖς εὐλιμένοις τοῖς εὐλιμένοις
Αιτιατική τὸν, τὴν εὐλίμενον τὸ εὐλίμενον τοὺς, τὰς εὐλιμένους τὰ εὐλίμενα
Κλητική εὐλίμενε εὐλίμενον εὐλίμενοι εὐλίμενα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική εὐλιμένω
Γενική-Δοτική εὐλιμένοιν

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εὐλίμενος < εὖ + λιμήν

Επίθετο[επεξεργασία]

εὐλίμενος, -ος, -ον