εὐσέβεια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ευσέβεια

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική εὐσέβει αἱ εὐσέβειαι
      γενική τῆς εὐσεβείᾱς τῶν εὐσεβειῶν
      δοτική τῇ εὐσεβεί ταῖς εὐσεβείαις
    αιτιατική τὴν εὐσέβειᾰν τὰς εὐσεβείᾱς
     κλητική ! εὐσέβει εὐσέβειαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  εὐσεβεί
γεν-δοτ τοῖν  εὐσεβείαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εὐσέβεια < εὐσεβ(ής) + -εια

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εὐσέβεια θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]