εὔθυμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εύθυμος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ εὔθυμος τὸ εὔθυμον οἱ, αἱ εὔθυμοι τὰ εὔθυμα
Γενική τοῦ, τῆς εὐθύμου τοῦ εὐθύμου τῶν εὐθύμων τῶν εὐθύμων
Δοτική τῷ, τῇ εὐθύμῳ τῷ εὐθύμῳ τοῖς, ταῖς εὐθύμοις τοῖς εὐθύμοις
Αιτιατική τὸν, τὴν εὔθυμον τὸ εὔθυμον τοὺς, τὰς εὐθύμους τὰ εὔθυμα
Κλητική εὔθυμε εὔθυμον εὔθυμοι εὔθυμα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική εὐθύμω
Γενική-Δοτική εὐθύμοιν

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εὔθυμος < εὖ + θυμός + -ος

Επίθετο[επεξεργασία]

εὔθῡμος, -ος, -ον

  1. γενναιόδωρος, ευγενικός
  2. εύθυμος, χαρούμενος, ξέγνοιαστος
  3. ζωηρός, παράφορος

Πηγές[επεξεργασία]