εὔθυνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | εὔθυνος | οἱ | εὔθυνοι |
γενική | τοῦ | εὐθύνου | τῶν | εὐθύνων |
δοτική | τῷ | εὐθύνῳ | τοῖς | εὐθύνοις |
αιτιατική | τὸν | εὔθυνον | τοὺς | εὐθύνους |
κλητική ὦ! | εὔθυνε | εὔθυνοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εὐθύνω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | εὐθύνοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εὔθυνος, -ου
- (νομικός όρος) δικαστής
- ※ 6ος/5ος αιώνς πκε ⌘ Αισχύλος, Πέρσαι, 828
- Ζεύς τοι κολαστὴς τῶν ὑπερκόμπων ἄγαν φρονημάτων ἔπεστιν, εὔθυνος βαρύς.
- ※ 6ος/5ος αιώνς πκε ⌘ Αισχύλος, Πέρσαι, 828
- (διοίκηση) αξιωματούχος καθεμιάς από τις 10 φυλές της αρχαίας Αθήνας
- ※ 4ος αιώνας πκε ⌘ Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία 48.4
- κληροῦσι δὲ καὶ εὐθύνους ἕνα τῆς φυλῆς ἑκάστης
- ※ 4ος αιώνας πκε ⌘ Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία 48.4
Παράγωγα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- εὔθυνος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εὔθυνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Νομικοί όροι (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)