εὔνοστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

εὔνοστος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή εὔνοστος, Εὔνοστος (θηλυκό ουσιαστικό). Συγχρονικά αναλύεται σε εὔ- (εὖ) + αρχαία ελληνική νόστος

Επίθετο

[επεξεργασία]

εὔνοστος

  1. συνώνυμο του νόστιμος
  2. ευχάριστος
  3. κατάλληλος

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη νόστιμος