ζάλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζάλη | οι | ζάλες |
γενική | της | ζάλης | των | ζαλών |
αιτιατική | τη | ζάλη | τις | ζάλες |
κλητική | ζάλη | ζάλες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζάλη < αρχαία ελληνική
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζάλη θηλυκό
- προσωρινή μείωση της αίσθησης της ισορροπίας
- (κατ’ επέκταση) η νοητική σύγχυση
- (μεταφορικά) η αναστάτωση