ζάρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζάρι | τα | ζάρια |
γενική | του | ζαριού | των | ζαριών |
αιτιατική | το | ζάρι | τα | ζάρια |
κλητική | ζάρι | ζάρια | ||
όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζάρι ουδέτερο
- μικρός κύβος, από κόκκαλο ή ελεφαντοστό, του οποίου κάθε έδρα έχει από έναν αριθμό (από το 1 έως το 6), που χρησιμοποιείται στα παιχνίδια
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
ζάρι στη Βικιπαίδεια