ζάρφι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζάρφι < (άμεσο δάνειο) τουρκική zarf + < αραβική ظرف (ẓarf)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ζάρφι ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]