ζάχαρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζάχαρο | τα | ζάχαρα |
γενική | του | ζαχάρου & ζάχαρου |
των | ζαχάρων |
αιτιατική | το | ζάχαρο | τα | ζάχαρα |
κλητική | ζάχαρο | ζάχαρα | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζάχαρο < σάκχαρο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζάχαρο ουδέτερο
- το σάκχαρο του αίματος
- ο σακχαρώδης διαβήτης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζάχαρο
|