ζάω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζάω: τύπος που δημιουργήθηκε • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; από τον επικό & ιωνικό τύπο ζώω < (κληρονομημένο) πρωτοελληνική *ďṓwō < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷyṓwō < *gʷyéh₃woh₂
Ρήμα[επεξεργασία]
ζάω (διεθνής μεταγραφή záō) / ζῶ
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- grc
- επικός & ιωνικός τύπος : ζώω
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
ετυμολογικό πεδίο
ζω-
ζω-
- ζωός (ο ζωντανός)
- ζῷον
- ζῴδιον
- ζῳδιακός
- ζωηρός
- ζῶ
- ζωάγρια
- ζωογράφος, ζωγράφος
- ζωγραφέω, ζωγραφία, ζωγραφικός
- ζωγρέω, ζωγρία, ζωγρίη
- ζωόσοφος
- ζωθάλμιος
- ζῳογενής
- ζῳογονέω
- ζῳοθηρία, ζῳοθηρικός,
- ζῳοτροφία, ζῳοτροφικός
- ζῳφόρος
- ζῳώδης
- ζωογονέω, ζωογόνος < ζωός
- ζωοτόκος που γεννά ζωντανά τέκνα, ζωοτοκέω
- ζωπυρέω
- ζώφυτος
- ζωροπότης
- ζωτικός
- ἀποζῶ
- διαζῶ και ιωνικός τύπος διζώω
- συζῶ
- → δείτε και τη λέξη ζῶ
Πηγές[επεξεργασία]
- ζάω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ζάω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- δείτε και ζῶ
Κατηγορίες:
- Επέκταση ετυμολογίας (αρχαία ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την πρωτοελληνική (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοελληνική (αρχαία ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)