ζά-
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζά- < αρχαία ελληνική ζά- < ζά (αιολικός τύπος διά)
Πρόθημα[επεξεργασία]
ζά- ή ζα-: αχώριστο μόριο, επιτακτικό, με επαύξηση της έννοιας της λέξης με την οποία συντίθεται