Μετάβαση στο περιεχόμενο

ζέμα

Από Βικιλεξικό
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ζέμᾰ τὰ ζέμᾰτ
      γενική τοῦ ζέμᾰτος τῶν ζεμᾰ́των
      δοτική τῷ ζέμᾰτ τοῖς ζέμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ζέμᾰ τὰ ζέμᾰτ
     κλητική ! ζέμᾰ ζέμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ζέμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  ζεμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ζέμα (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ζέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *i̯es-oH < *i̯es[1] (βράζω, αφρίζω)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ζέμα ουδέτερο

  1. (ελληνιστική κοινή) ζύμωση
  2. (ελληνιστική κοινή) βράσιμο
  3. (ελληνιστική κοινή) αφέψηση, αφέψημα
  4. (ελληνιστική κοινή , μεταφορικά) αναβρασμός

Απόγονοι

[επεξεργασία]

ζέμα (ελληνιστική κοινή)

λατινικά: zema

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.