ζέση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζέση | ||
γενική | της | ζέσης* | ||
αιτιατική | τη | ζέση | ||
κλητική | ζέση | |||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ζέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζέση < αρχαία ελληνική ζέσις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζέση θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (λόγιο) βρασμός
- (μεταφορικά) εξαιρετικά μεγάλος ζήλος, θέρμη, έντονη προθυμία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζέση
|