ζέστα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζέστα | οι | ζέστες |
γενική | της | ζέστας | — | |
αιτιατική | τη | ζέστα | τις | ζέστες |
κλητική | ζέστα | ζέστες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζέστα < μεσαιωνική ελληνική ζέστα < (ελληνιστική κοινή) ζεστός < αρχαία ελληνική ζέω
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζέστα θηλυκό