ζέσταμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζέσταμα | τα | ζεστάματα |
γενική | του | ζεστάματος | των | ζεσταμάτων |
αιτιατική | το | ζέσταμα | τα | ζεστάματα |
κλητική | ζέσταμα | ζεστάματα | ||
όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζέσταμα < ζεσταίνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζέσταμα ουδέτερο
- η διαδικασία με την οποία αυξάνουμε βαθμιαία τη θερμοκρασία ενός πράγματος, ιδίως κρύου φαγητού πριν την κατανάλωσή του
- η προθέρμανση πριν μια αθλητική δραστηριότητα