ζήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈzi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζή‐σες
ομόηχα: ζήση, Ζήση

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ζήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ζω
  3. θα ζήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ζω