ζίλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ζίλι (δεν συνηθίζεται στον ενικό)
- βλέπε ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού του ζίλια