ζίννια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζίννια οι ζίννιες
      γενική της ζίννιας
    αιτιατική τη ζίννια τις ζίννιες
     κλητική ζίννια ζίννιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζίννια < (λόγιο δάνειο) νεολατινική zinnia χωρίς απλοποίηση γραφής του διπλού συμφώνου → και δείτε τη λέξη ζίνια

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ζίννια θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]