ζαβαλής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζαβαλής < ζάβαλης με μετακίνηση τόνου κατά τα ουσιαστικά σε -λής
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /za.vaˈlis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζα‐βα‐λής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζαβαλής αρσενικό (θηλυκό ζαβαλού)
- (παρωχημένο, ιδιωματικό) μορφή του ζάβαλης (με θηλυκό: ζαβάλισσα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζαβαλής
→ δείτε τις λέξεις ζάβαλης και αξιολύπητος |
Πηγές[επεξεργασία]
- → δείτε ζάβαλης#Πηγές
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μπαλωματής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Μετακινήσεις τόνου (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)