ζαβαλού

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζαβαλού οι ζαβαλούδες
      γενική της ζαβαλούς των ζαβαλούδων
    αιτιατική τη ζαβαλού τις ζαβαλούδες
     κλητική ζαβαλού ζαβαλούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζαβαλού < ζαβαλ(ής) + κατάληξη θηλυκού -ού → δείτε και ζαβάλισσα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /za.vaˈlu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζα‐βα‐λού

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ζαβαλού θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ζάβαλης

Πηγές[επεξεργασία]