ζαβολιάρικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζαβολιάρικος η ζαβολιάρικη το ζαβολιάρικο
      γενική του ζαβολιάρικου της ζαβολιάρικης του ζαβολιάρικου
    αιτιατική τον ζαβολιάρικο τη ζαβολιάρικη το ζαβολιάρικο
     κλητική ζαβολιάρικε ζαβολιάρικη ζαβολιάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζαβολιάρικοι οι ζαβολιάρικες τα ζαβολιάρικα
      γενική των ζαβολιάρικων των ζαβολιάρικων των ζαβολιάρικων
    αιτιατική τους ζαβολιάρικους τις ζαβολιάρικες τα ζαβολιάρικα
     κλητική ζαβολιάρικοι ζαβολιάρικες ζαβολιάρικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζαβολιάρικος < ζαβολιάρης + -ικος

Επίθετο[επεξεργασία]

ζαβολιάρικος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]