ζαγαρτζής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ζαγαρτζής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ζαγαρτζής αρσενικό
- (επάγγελμα) εκπαιδευτής κυνηγόσκυλων
- (επάγγελμα) (στον Οθωμανικό στρατό) ονομασία στρατιωτών
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ζαγάριον
Πηγές
[επεξεργασία]- ζαγαρτζής - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- ζαγαρτζής σελ.2, Τόμος 7 & συμπλήρωμα: ζαγαρτζής σελ.372, Τόμος 12 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.