ζαγαρτζής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ζαγαρτζής < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ζαγαρτζής αρσενικό

  1. (επάγγελμα) εκπαιδευτής κυνηγόσκυλων
  2. (επάγγελμα) (στον Οθωμανικό στρατό) ονομασία στρατιωτών

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

ζαγαριτζής

Συγγενικά

[επεξεργασία]