ζαγκέτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ζακέτα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζαγκέτα οι ζαγκέτες
      γενική της ζαγκέτας των ζαγκετών
    αιτιατική τη ζαγκέτα τις ζαγκέτες
     κλητική ζαγκέτα ζαγκέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζαγκέτα < ιταλική zanchétta[1] < υποκοριστικό του zanca[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ζαγκέτα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • ζαγκέταΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)