Μετάβαση στο περιεχόμενο

ζακέτα

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ζαγκέτα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζακέτα οι ζακέτες
      γενική της ζακέτας των ζακετών
    αιτιατική τη ζακέτα τις ζακέτες
     κλητική ζακέτα ζακέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μια ζακέτα.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ζακέτα < (άμεσο δάνειο) γαλλική jaquette < jaque + -ette < παλαιά γαλλική jaque

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /zaˈce.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζακέτα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ζακέτα θηλυκό

Παράγωγα

[επεξεργασία]

υποκοριστικά:

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]