ζαλάδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζαλάδα | οι | ζαλάδες |
γενική | της | ζαλάδας | των | ζαλάδων |
αιτιατική | τη | ζαλάδα | τις | ζαλάδες |
κλητική | ζαλάδα | ζαλάδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ζαλάδα < ζάλη + -άδα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ζαλάδα θηλυκό