ζαλίκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζαλίκι τα ζαλίκια
      γενική του ζαλικιού των ζαλικιών
    αιτιατική το ζαλίκι τα ζαλίκια
     κλητική ζαλίκι ζαλίκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζαλίκι < ίσως σλαβικής προέλευσης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ζαλίκι ουδέτερο και ζαλίκα θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]