ζαλιστεί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ζαλιστεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ζαλίζομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ζαλίζομαι
  3. θα ζαλιστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ζαλίζομαι