ζαλώσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ζαλώσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ζαλώνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ζαλώνω
- θα ζαλώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ζαλώνω