ζαμπούνης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Ζαμπούνης

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ζαμπούνης οι ζαμπούνηδες
      γενική του ζαμπούνη των ζαμπούνηδων
    αιτιατική τον ζαμπούνη τους ζαμπούνηδες
     κλητική ζαμπούνη ζαμπούνηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζαμπούνης < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική زبون (zebun) (τουρκική zabun ιδιωματικό zebun) / zebûn (αδύναμος, αβοήθητος) < περσική زبون (zabūn) (αδύναμος, αβοήθητος). Δείτε και όψιμη μεσαιωνική ή πρώιμη νεοελληνική ζαμπούνης (άρρωστος).

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ζαμπούνης αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

σε διαλέκτους ή ιδιώματα, όπως κρητικά:

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Καραποτόσογλου Κώστας, Ετυμολογικό γλωσσάρι στο έργο του Παπαδιαμάντη, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1988, σελ. 34, λήμμα: ζαμπούνης.
  • σελ. 131 1ου μέρους - Somavera, Alessio da / Ἀλέξιος ὁ Σουμαβέραιος (1709), Θησαυρός της ρωμαϊκής και της φραγκικής γλώσσας. Στο Παρίτζι:Από την τυπογραφίαν του Μιχαήλ Γκινιάρδ, ͵αψ΄ θ΄. Τesoro della lingua greca-volgare ed italiana. Parigi:Appresso Michele Guignard, M.DCC.IX. @anemi
  • ζομπονιάρης/τζομπονιάρης, ζομπονιασμένος - Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζαμπούνης (όψιμη μεσαιωνική/πρώιμη νεοελληνική) < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική زبون (zebun) < περσική زبون (zabūn) (αδύναμος, αβοήθητος).

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ζαμπούνης αρσενικό (θηλυκό ζαμπούνισσα)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • σελ. 131 1ου μέρους - Somavera, Alessio da / Ἀλέξιος ὁ Σουμαβέραιος (1709), Θησαυρός της ρωμαϊκής και της φραγκικής γλώσσας. Στο Παρίτζι:Από την τυπογραφίαν του Μιχαήλ Γκινιάρδ, ͵αψ΄ θ΄. Τesoro della lingua greca-volgare ed italiana. Parigi:Appresso Michele Guignard, M.DCC.IX. @anemi