ζαντ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζαντ < γαλλική jade < l'éjade < ισπανική (piedra de) ijada < δημώδης λατινική *iliata < λατινική ilia, πληθυντικός του ile (πλευρά) < αρχαία ελληνική εἰλεός (αντιδάνειο) < εἰλέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *welH- (στροφή, γύρος)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζαντ ουδέτερο άκλιτο
- (ορυκτολογία) ημιπολύτιμος λίθος (νεφρίτης) πράσινου ή λευκού χρώματος, που χρησιμοποιείται συχνά για τη δημιουργία ειδωλίων, κομπολογιών κ.λπ.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ισπανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα δημώδη λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ορυκτολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)