Μετάβαση στο περιεχόμενο

ζαντολάστιχο

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζαντολάστιχο τα ζαντολάστιχα
      γενική του ζαντολάστιχου των ζαντολάστιχων
    αιτιατική το ζαντολάστιχο τα ζαντολάστιχα
     κλητική ζαντολάστιχο ζαντολάστιχα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ζαντολάστιχο < ζάντα + -ο- + λάστιχο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ζαντολάστιχο ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]