ζαρομπασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
ζαρομπασμένος, -η, -ο
- που φαίνεται ζαρωμένος ή καχεκτικός
- ※ Νάτο προβάλλει ἀγνάντια τους· μονόπατο, ζαρομπασμένο, σαράβαλο· παραδαρμένο, παραρριγμένο στοὺς πέντε δρόμους, ζωντάρφανο. (Κωστής Παλαμάς, Διηγήματα μετά προλόγου, Εκδ. Ι.Ν. Σιδέρης, 1919, σελ. 86)
- ※ Καὶ καθὼς πήγαινα συλλογισμένος , τὸ μάτι μου πῆρε ἄξαφνα μέσα στὸ δεξὶ καλάθι ἕνα μανταρίνι ποὺ ἔδειχνε κούφιο καὶ ζαρομπασμένο. Τὸ πιάνω καὶ τὸ βρίσκω φλούδι μοναχό. (Ανθολογία της δημοτικής πεζογραφίας: Από τον Ψυχάρη ως την Αιολική Σχολή, 1947, σελ. 358)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζαρομπασμένος
|