ζαχάρωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζαχάρωμα < ζαχαρώ(νω) + -μα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /zaˈxa.ɾo.ma/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζαχάρωμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ζαχαρώνω
- η κρυστάλλωση της ζάχαρης που περιέχουν τα γλυκά κ.ά.
- (μεταφορικά) ερωτοτροπία, γλύκα