ζαχαρένια
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ζαχαρένια | ||
| γενική | της | ζαχαρένιας | ||
| αιτιατική | τη | ζαχαρένια | ||
| κλητική | ζαχαρένια | |||
| Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ζαχαρένια < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ζαχαρένιος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ζαχαρένια θηλυκό, μόνο στον ενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ζαχαρένια
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ζαχαρένια
- θηλυκό του ζαχαρένιος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)