ζαχαροκούλλουρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζαχαροκούλλουρο τα ζαχαροκούλλουρα
      γενική του ζαχαροκούλλουρου των ζαχαροκούλλουρων
    αιτιατική το ζαχαροκούλλουρο τα ζαχαροκούλλουρα
     κλητική ζαχαροκούλλουρο ζαχαροκούλλουρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζαχαροκούλλουρο < → δείτε τη λέξη ζαχαροκούλουρο

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /za.xa.ɾoˈku.lu.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζα‐χα‐ρο‐κούλ‐λου‐ρο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ζαχαροκούλλουρο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]