ζαχαροπλαστική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζαχαροπλαστική | ||
γενική | της | ζαχαροπλαστικής | ||
αιτιατική | τη | ζαχαροπλαστική | ||
κλητική | ζαχαροπλαστική | |||
όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζαχαροπλαστική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ζαχαροπλαστικός < ζαχαροπλάστης + -ικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζαχαροπλαστική θηλυκό
- (γαστρονομία) η τέχνη της παρασκευής γλυκισμάτων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζαχαροπλαστική