ζαχαρωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζαχαρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ζαχαρώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
ζαχαρωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ζαχαρώνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζαχαρωμένος