ζαχαρόπιτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /za.xaˈɾo.pi.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζα‐χα‐ρό‐πι‐τα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζαχαρόπιτα θηλυκό
- υπολείμματα τεύτλων που διατίθενται μετά από ξήρανση ως ζωοτροφή
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζαχαρόπιτα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με συνθετικό 'πίτα' (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)