ζαϊρές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ζαϊρές οι ζαϊρέδες
      γενική του ζαϊρέ των ζαϊρέδων
    αιτιατική τον ζαϊρέ τους ζαϊρέδες
     κλητική ζαϊρέ ζαϊρέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζαϊρές < ζαχιρές < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική ذخيره (zahire)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ζαϊρές αρσενικό και ζαχιρές, ζαερές (συνήθως στον πληθυντικό: ζαϊρέδες)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]